- αποτινάζω
- -αξα, -άχτηκα, -αγμένος, βγάζω από πάνω μου ή από κάπου, αποβάλλω (κυριολ. και μτφ.): Χρειάζεται ν' αγωνιστεί ένας λαός, για ν' αποτινάξει το ζυγό της σκλαβιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.